Δημοσιεύσεις

Νόμος 4161/2013 – Ενήμεροι Δανειολήπτες / Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά

Ληψη του νομου σε PDFεπιστροφη στο αρθρο

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4161 / 13-06-2013

(ΦΕΚ 143 Α  14-06-2013)

 

Πρόγραμμα διευκόλυνσης για ενήμερους δανειολήπτες, τροποποιήσεις στο ν. 3869/2010 και άλλες διατάξεις.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΗΜΕΡΟΥΣ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΕΣ

 

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1. Με τον παρόντα νόμο θεσπίζεται η δυνατότητα φυσικών προσώπων τα οποία συγκεντρώνουν τις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν, προϋποθέσεις (εφεξής οφειλέτες), να υπαχθούν σε πρόγραμμα ευνοϊκής μεταχείρισης των ενήμερων οφειλών τους (εφεξής πρόγραμμα διευκόλυνσης).

2. Το πρόγραμμα διευκόλυνσης παρέχεται υποχρεωτικά, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος, και αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που παρέχουν κατ’ επάγγελμα δάνεια καταλαμβανόμενα από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος, ήτοι πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (εφεξής δανειστές).

3. Η παροχή του προγράμματος διευκόλυνσης επιτρέπεται μόνο σε απαιτήσεις δανειστών απορρέουσες από συμβάσεις δανειακών προϊόντων με αρχική ημερομηνία σύναψης έως την 30.6.2010, έστω και αν υφίστανται μεταγενέστερες τροποποιήσεις, ανανεώσεις ή ρυθμίσεις των αρχικών συμβάσεων και αφορά σε απαιτήσεις οφειλετών οι οποίοι υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος, οι συμβάσεις των οποίων δεν έχουν καταγγελθεί.

 

Άρθρο 2

Προϋποθέσεις παροχής του προγράμματος διευκόλυνσης

Α. Προϋποθέσεις παροχής του προγράμματος διευκόλυνσης αποτελούν σωρευτικά:

1. Η εμπράγματη εξασφάλιση του δανειστή για τις υπαγόμενες απαιτήσεις του άρθρου 1 παράγραφος 3 επί της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, δηλωθείσας ως τέτοιας στην τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματός του.

2. Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας της προηγούμενης παραγράφου να μην ξεπερνά τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ και, στις περιπτώσεις οικογενειών που βαρύνονται φορολογικά με τρία και περισσότερα τέκνα κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2238/1994 (Α΄151), να μην ξεπερνά τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.

3. Η αντικειμενική αξία της συνολικής ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη να μην ξεπερνά τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ και, στις περιπτώσεις οικογενειών που βαρύνονται φορολογικά με τρία και περισσότερα τέκνα κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2238/1994, να μην ξεπερνά τις τριακόσιες χιλιάδες(300.000) ευρώ.

4. Το σύνολο των καταθέσεων και κινητών αξιών του οφειλέτη να μην υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για οικογένειες που βαρύνονται φορολογικά με τρία και περισσότερα τέκνα κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2238/1994.

5. Το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο κεφαλαίου που έχει λάβει ο οφειλέτης από τους δανειστές του άρθρου 1 παράγραφος 2 να μην υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.

Β. Υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση πρόσωπα που πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

1. α) άνεργοι, β) έχοντες σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, γ) συνταξιούχοι, δ) όσοι θεωρείται ότι έχουν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4110/2013 (Α΄ 17).

2. Όσοι έχουν συνολικό ετήσιο οικογενειακό εισόδημα, όπως αυτό διαμορφώνεται κατόπιν της αφαίρεσης των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, του φόρου εισοδήματος και της εισφοράς αλληλεγγύης, μικρότερο ή ίσο των:

α. 15.000 ευρώ, εφόσον υποβάλλουν ατομική φορολογική δήλωση,

β. 25.000 ευρώ, εφόσον υποβάλλουν κοινή φορολογική δήλωση.

γ. Tα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται κατά 5.000 ευρώ:

i) για οικογένειες που βαρύνονται φορολογικά με τρία και περισσότερα τέκνα κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2238/1994,

ii) για άτομα με αναπηρία 67% και άνω προσδιοριζομένου του ποσοστού αυτού σύμφωνα με τον ενιαίο πίνακα προσδιορισμού ποσοστού αναπηρίας, όπως εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. Φ11321/οικ.10219/688/4.5.2012 (Β΄ 1506) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης,

iii) για όσους βαρύνονται φορολογικά από άτομα με αναπηρία 67% και άνω όπως αυτά ανωτέρω προσδιορίζονται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2238/1994.

3. Όσοι κατά την υποβολή της αίτησης έχουν υποστεί μείωση στα εισοδήματά τους, όπως αυτά περιγράφονται στην παραπάνω παράγραφο, τουλάχιστον σε ποσοστό 20% σε σύγκριση με τα αποκτηθέντα εισοδήματα κατά το έτος 2009.

Γ. Σε περίπτωση συνοφειλετών, απαιτείται όλοι οι συνοφειλέτες κατά τη χρονική στιγμή της υποβολής της αίτησης να πληρούν τις προϋποθέσεις των ανωτέρω παραγράφων.

 

Άρθρο 3

Διαδικασία – περιεχόμενο αίτησης

1. Για την υπαγωγή στο πρόγραμμα διευκόλυνσης ο οφειλέτης υποβάλλει αίτηση προς τον δανειστή. Η αίτηση πρέπει να περιέχει τα πλήρη στοιχεία του οφειλέτη, σαφές αίτημα για τη χρονική διάρκεια της περιόδου χάριτος, καθώς και λεπτομερή και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας. Η αίτηση υπογράφεται από τον οφειλέτη και προσκομίζεται στο πιστωτικό ίδρυμα από τον ίδιο ή από νομίμως εξουσιοδοτημένο από εκείνον πρόσωπο.

2. Μαζί με την αίτηση υποβάλλεται από τον οφειλέτη πλήρης φάκελος με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, όπως αυτά καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να συνυποβάλλει υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α΄ 75) όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67) με τα πλήρη περιουσιακά και εισοδηματικά του στοιχεία, καθώς και πλήρη περιγραφή των οφειλών του προς όλους τους δανειστές, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από αρμόδια αρχή.

 

Άρθρο 4

Επεξεργασία της αίτησης

1. Ο δανειστής επεξεργάζεται την αίτηση εντός είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της και εντός της ιδίας προθεσμίας προβαίνει στα ακόλουθα:

α) Στην περίπτωση που από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση έγγραφα προκύπτει ότι πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις των άρθρων 1 και 2 του παρόντος, ο δανειστής καλεί με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, τον οφειλέτη, προκειμένου να συνάψουν σύμβαση εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την ως άνω κλήση του και χορηγεί αντίγραφο της σύμβασης στον οφειλέτη.

β) Στην περίπτωση που από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση έγγραφα δεν προκύπτει ότι πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις των άρθρων 1 και 2 του παρόντος λόγω τυπικών παραλείψεων, ο δανειστής καλεί με κάθε πρόσφορο μέσο τον οφειλέτη να επανέλθει

εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών με συμπληρωματική αίτηση διόρθωσης και προσκόμισης στοιχείων. Σε αυτήν την περίπτωση, ο δανειστής υποχρεούται να απαντήσει επί της συμπληρωματικής αιτήσεως εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών και ακολουθείται η διαδικασία της περίπτωσης α΄.

2. Στην περίπτωση που από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση έγγραφα προκύπτει ότι δεν πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις των άρθρων 1 και 2 του παρόντος, ο δανειστής απορρίπτει την αίτηση και ενημερώνει τον οφειλέτη εντός ενός (1) μηνός από την ολοκλήρωση της επεξεργασίας της αίτησης, με κάθε πρόσφορο μέσο.

 

Άρθρο 5

Περιεχόμενο της σύμβασης παροχής του προγράμματος διευκόλυνσης

1. Το πρόγραμμα διευκόλυνσης παρέχεται εφάπαξ και για μέγιστη διάρκεια σαράντα οκτώ (48) μηνών (περίοδος χάριτος). Στον οφειλέτη του οποίου η αίτηση γίνεται αποδεκτή παρέχεται η αιτηθείσα περίοδος χάριτος κατόπιν της υπογραφής της σύμβασης.

2. Κατά τη διάρκεια της περιόδου χάριτος, ως μηνιαία δόση ορίζεται το 30% του μηνιαίου οικογενειακού εισοδήματος, αφαιρουμένων των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, του παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος και της εισφοράς αλληλεγγύης. Η διαφορά μεταξύ της ως άνω οριζόμενης μηνιαίας δόσης και της καταβαλλόμενης πριν τη χορήγηση του προγράμματος διευκόλυνσης κεφαλαιοποιείται και αποπληρώνεται μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος διευκόλυνσης.

Οι καταβολές κατά την περίοδο χάριτος καταλογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 423 του Αστικού Κώδικα.

3. Ειδικά στις περιπτώσεις όπου οφειλέτες έχουν εισοδήματα, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος Β2 του παρόντος:

i) κάτω των 15.000 ευρώ, εφόσον υποβάλλεται κοινή φορολογική δήλωση,

ii) κάτω των 9.000 ευρώ, εφόσον υποβάλλεται ατομική φορολογική δήλωση,

iii) κάτω των 20.000 ευρώ, εφόσον υποβάλλεται κοινή φορολογική δήλωση από τα πρόσωπα που προσδιορίζονται στις περιπτώσεις της παραγράφου Β περίπτωση 2 στοιχείο γ΄ του άρθρου 2 και

iv) κάτω των 13.000 ευρώ, εφόσον υποβάλλεται ατομική φορολογική δήλωση από τα πρόσωπα που προσδιορίζονται στις περιπτώσεις της παραγράφου Β περίπτωση 2 στοιχείο γ΄ του άρθρου 2, η μηνιαία δόση της προηγούμενης παραγράφου υπολογίζεται με μέγιστο επιτόκιο ίσο με το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, πλέον περιθωρίου 0,75%, εκτός εάν ορίζεται χαμηλότερο συνολικό επιτόκιο στην τελευταία πριν την υπαγωγή σύμβαση, το οποίο σε αυτή την περίπτωση διατηρείται. Η υπερβάλλουσα διαφορά επιτοκίου, αν υφίσταται, μεταξύ του ως άνω οριζόμενου επιτοκίου και του εφαρμοζόμενου επιτοκίου πριν τη χορήγηση του προγράμματος διευκόλυνσης, δεν επιβαρύνει το δανειολήπτη για αυτήν την περίοδο ούτε και μετά το πέρας αυτής. Κατά τα λοιπά, η διαφορά μεταξύ της ως άνω οριζόμενης μηνιαίας δόσης και της καταβαλλόμενης πριν τη χορήγηση του προγράμματος διευκόλυνσης, κεφαλαιοποιείται και αποπληρώνεται μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος διευκόλυνσης.

4. Ειδικά για άνεργους με μηδενικό εισόδημα ή μοναδικό εισόδημα το επίδομα ανεργίας, παρέχεται επιπλέον η δυνατότητα μηδενικών καταβολών με πλήρη απαλλαγή τόκων για συνολικό διάστημα μέχρι έξι (6) μήνες εντός της περιόδου χάριτος, το οποίο διάστημα δύναται να παρέχεται συνεχόμενο ή τμηματικά. Η κατά το ως άνω διάστημα των έξι (6) μηνών πλήρης απαλλαγή τόκων, δεν επιβαρύνει τον οφειλέτη ούτε για το διάστημα αυτό ούτε και μετά το πέρας αυτού. Το ποσό του κεφαλαίου που δεν καταβάλλει ο οφειλέτης, κατά τη διάρκεια του ως άνω διαστήματος των έξι (6) μηνών, κεφαλαιοποιείται και αποπληρώνεται μετά τηνολοκλήρωση του προγράμματος διευκόλυνσης. Για τουπόλοιπο χρονικό διάστημα της περιόδου χάριτος πλην των έξι (6) μηνών εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.

5. Αν επέλθει ουσιώδης μεταβολή της εισοδηματικής κατάστασης του οφειλέτη, επαναπροσδιορίζεται αναλόγως το πρόγραμμα διευκόλυνσης, χωρίς να παρατείνεται η μέγιστη διάρκειά του.

6. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων του ενός δανειστών, ο επιμερισμός των καταβαλλόμενων ποσών μεταξύ των πιστωτών θα γίνεται συμμέτρως επί του συνολικού υπολοίπου της υπαγόμενης οφειλής.

 

Άρθρο 6

Αναστολή καταγγελιών και ατομικών διώξεων

Ο δανειστής υποχρεούται να απόσχει από κάθε καταγγελία της υπαχθείσας στο πρόγραμμα δανειακή σύμβασης και από κάθε ατομική δίωξη κατά του οφειλέτη, ο οποίος έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα διευκόλυνσης, με την επιφύλαξη των άρθρων 3 παράγραφος 2 εδάφιο β΄, 7 και 9 του παρόντος.

Ο δανειστής υποχρεούται να απόσχει από κάθε ατομική δίωξη κατά του εγγυητή.

 

Άρθρο 7

Καθήκον ειλικρινούς ενημέρωσης

1. Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να ενημερώνει το δανειστή εγγράφως για κάθε μεταβολή της εισοδηματικής και περιουσιακής του κατάστασης εντός ενός (1) μηνός από την επέλευσή της.

2. Ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της περιόδου χάριτος επανυποβάλλει τα δικαιολογητικά της παραγράφου 2 του άρθρου 3, εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο από το δανειστή, ανά έτος παροχής του προγράμματος διευκόλυνσης. Η επανυποβολή των ως άνω δικαιολογητικών στις περιπτώσεις των ανέργων μπορεί να γίνεται σε όποια συχνότητα κρίνει σκόπιμη ο δανειστής και πάντως όχι συχνότερα από μία φορά ανά δύο (2) μήνες.

 

Άρθρο 8

Υποχρέωση παροχής στοιχείων

Οι δανειστές υποχρεούνται να υποβάλλουν μηνιαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος προγράμματος.

 

Άρθρο 9

Καταγγελία και ολοκλήρωση του προγράμματος διευκόλυνσης

1. Ο δανειστής δικαιούται να καταγγείλει το πρόγραμμα διευκόλυνσης:

α. Σε περίπτωση μη τήρησης από τον οφειλέτη των όρων της σύμβασης του άρθρου 5.

β. Σε περίπτωση ψευδούς ή ελλιπούς δηλώσεως του άρθρου 3 παράφραφος 2 εδάφιο β΄.

γ. Σε περίπτωση μη γνωστοποίησης από τον οφειλέτη εντός μηνός οποιασδήποτε μεταβολής της εισοδηματικής και περιουσιακής του κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του παρόντος.

Καταγγελία ενός πιστωτή συνιστά καταγγελία του προγράμματος συνολικά καταλαμβάνοντας τον οφειλέτη για τις απαιτήσεις όλων των πιστωτών.

2. Κατάθεση αίτησης κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010 (Α΄130) καταργεί αυτοδίκαια το παρεχόμενο πρόγραμμα διευκόλυνσης.

3. Με την παρέλευση της χρονικής διάρκειας της περιόδου χάριτος λύεται αυτοδίκαια το πρόγραμμα διευκόλυνσης και ο οφειλέτης, αν δε συμφωνηθεί διαφορετικά, αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που ορίζονταν στην προ του προγράμματος διευκόλυνσης δανειακή σύμβαση, η διάρκεια της οποίας επιμηκύνεται τουλάχιστον ισόχρονα με την περίοδο χάριτος.

 

Άρθρο 10

Δυνατότητα υπαγωγής στο πρόγραμμα διευκόλυνσης

1. Υπαγωγή του οφειλέτη στο πρόγραμμα διευκόλυνσης του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνον μία φορά.

2. Η δυνατότητα υπαγωγής στις διατάξεις του παρόντος παρέχεται για έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση της  απόφασης του άρθρου 3 παράγραφος 2 του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων μπορεί να παρατείνεται η δυνατότητα υπαγωγής στο πρόγραμμα, καθώς και να αναπροσαρμόζονται και να επανακαθορίζονται τα ποσά που ορίζονται στα άρθρα 2 και 5 του παρόντος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 3869/2010 (Α΄ 130)

Άρθρο 11

1. Ο τίτλος του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 (Α΄ 130) τροποποιείται σε «Διαδικασία προδικαστικού συμβιβασμού».

2. Η παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Τα μέρη δύνανται πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4 παράγραφος 1 του παρόντος να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Σε περίπτωση που επιλεγεί αυτή η διαδικασία και αποτύχει, ο οφειλέτης δύναται να καταθέσει την αίτηση του άρθρου 4 του παρόντος ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου με το αναφερόμενο στο άρθρο 4 του παρόντος περιεχόμενο, καθώς και αντίγραφο του πρακτικού αποτυχίας της διαμεσολάβησης. Μετά την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4 ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, ο οφειλέτης υποχρεούται να ακολουθήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 διαδικασία. Στο πλαίσιο του προδικαστικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης δύναται να ζητά τη συμβουλευτική συνδρομή του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Φιλικού Διακανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 11 του ν. 2251/1994 (Α΄ 191) της Ένωσης Καταναλωτών που είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 ή του Μεσολαβητή Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών ή δικηγόρου.»

3. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 καταργούνται.

4. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη να του παραδώσουν χωρίς επιβάρυνση αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και το επιτόκιο με το οποίο εκτοκίζεται η οφειλή, καθώς και να τον ενημερώσουν εγγράφως για το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης.»

5. Στο άρθρο 2 του ν. 3869/2010 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

«5. Αν εκχωρηθεί απαίτηση πιστωτή προς τρίτους, ο εκδοχέας που δεν έχει κύρια κατοικία ή έδρα στην Ελληνική Επικράτεια οφείλει να ορίσει αντίκλητο στην Ελληνική Επικράτεια κατά το άρθρο 142 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και να τον γνωστοποιήσει στον οφειλέτη. Μέχρι τη γνωστοποίηση τεκμαίρεται ως αντίκλητος ο τελευταίος εκχωρητής της απαίτησης με κύρια κατοικία ή έδρα στην Ελληνική Επικράτεια.»

 

Άρθρο 12

1. Η παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου, προς διευκόλυνση του προδικαστικού συμβιβασμού και όχι ως στοιχείο παραδεκτού, συνοδεύεται από: α. έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την περιουσία του, τα κάθε φύσης εισοδήματά του, τους πιστωτές

και τις απαιτήσεις τους και β. υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία. Η παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του ν. 2479/ 1997 (Α΄ 67) εφαρμόζεται και για την υπεύθυνη δήλωση του προηγούμενου εδαφίου.  Τα υπό α΄ και β΄ έγγραφα μπορούν να υποβάλλονται εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης.»

2. Η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν.3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία κατάθεσής της. Με την κατάθεση της αίτησης προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής. Για την έκδοση προσωρινής διαταγής και τη λήψη προληπτικών μέτρων εφαρμόζεται το άρθρο 781 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς δύο (2) μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης. Μέχρι την ημέρα της επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης ο οφειλέτης υποχρεούται να προβαίνει στις μηνιαίες καταβολές που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 εδάφιο γ΄ του παρόντος.»

3. Η παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 καταργείται.

 

Άρθρο 13

Το άρθρο 5 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 5

Προδικασία

1. Ο οφειλέτης πρέπει εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση να επιδώσει την αίτηση στους πιστωτές και τους εγγυητές. Εντός μηνός από την επίδοση οι πιστωτές οφείλουν να καταθέσουν στο φάκελο τις απόψεις τους για το σχέδιο ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος. Οι πιστωτές μπορούν να λάβουν γνώση όλων των στοιχείων που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις συναίνεσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 2−4 του παρόντος, επέρχεται ο προδικαστικός συμβιβασμός των μερών. Ο συμβιβασμός των μερών επικυρώνεται από τον Ειρηνοδίκη στην ταχθείσα ημέρα, κατά τα άρθρα 210 επ. και 293 Κ.Πολ.Δ., και επιφέρει την ανάκληση της αίτησης.

2. Αν δεν επέλθει συμβιβασμός και επικύρωση, ο Ειρηνοδίκης αποφασίζει κατά την ημέρα επικύρωσης κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη ή πιστωτή ή και αυτεπαγγέλτως την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του, καθώς και την καταβολή μηνιαίων δόσεων μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης, οι οποίες κατανέμονται συμμέτρως, εφόσον πρόκειται για καταβολές του άρθρου 8 παράγραφος 2, ή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9 παράγραφος 2, εφόσον υφίσταται αίτημα εξαίρεσης εκποίησης των δικαιωμάτων στην κύρια κατοικία.

Οι μηνιαίες καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, συνυπολογίζονται στο χρονικό διάστημα καταβολών του άρθρου 8 παράγραφος 2 ή αντίστοιχα του άρθρου 9 παράγραφος 2. Το ποσό των τελευταίων ενήμερων μηνιαίων καταβολών θα πρέπει να είναι εύλογο με βάση την οικονομική κατάσταση του αιτούντος, ωστόσο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 10% των μηνιαίων δόσεων που όφειλε να καταβάλει σε όλους τους δανειστές μέχρι τη στιγμή της υποβολής της αίτησης, το δε ελάχιστο ποσό καταβολής συνολικά στους δανειστές ανέρχεται σε 40 ευρώ μηνιαίως. Εξαίρεση στο παραπάνω όριο υφίσταται, αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 5 του παρόντος, περίπτωση κατά την οποία ορίζεται από τον Ειρηνοδίκη χαμηλότερη ή μηδενική δόση. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερεί υπαιτίως την καταβολή των δόσεων που ορίζονται από τον Ειρηνοδίκη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 11 παρ.2 του ν.3869/2010. Η επικύρωση ή η όποια απόφαση ανακαλούνται ή μεταρρυθμίζονται κατά το άρθρο 758 με δυνατότητα προσωρινής ρύθμισης κατά το άρθρο 781 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.»

 

Άρθρο 14

1. α. Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 αντικαθίστανται ως εξής:

«Μετά τη συζήτηση ενώπιον του Ειρηνοδίκη κατά την ημέρα επικύρωσης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη.»

β. Η παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 καταργείται.

2. Στο άρθρο 6 του ν. 3869/2010 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

«5. Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.»

 

Άρθρο 15

Το άρθρο 7 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 7

Δυνατότητα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς

1. Οι οφειλέτες και οι πιστωτές δύνανται να συμβιβάζονται και μετά την ημέρα επικύρωσης έως την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, οπότε εμφανίζονται ενώπιον

του Ειρηνοδίκη, υποβάλλουν το σχέδιο και ζητούν την επικύρωσή του. Το σχέδιο επικυρώνεται από τον Ειρηνοδίκη και αποκτά πλέον ισχύ δικαστικού συμβιβασμού.

Η αίτηση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές ανακαλείται αυτοδικαίως.

2. Αν συγκατατίθενται στο σχέδιο πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ του συνολικού ποσού των απαιτήσεων, στους οποίους περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση το σύνολο των πιστωτών με εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις και πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ των τυχόν εργατικών απαιτήσεων, ο Ειρηνοδίκης υποκαθιστά σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας την έλλειψη συγκατάθεσης των πιστωτών που αντιτίθενται καταχρηστικά στο συμβιβασμό. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επήλθε ο συμβιβασμός και η αίτηση για την απαλλαγή από τα χρέη ανακαλείται αυτοδικαίως. Ο οφειλέτης υποχρεούται να επιδώσει στους πιστωτές, οι οποίοι δεν συγκατατίθενται αντίγραφο, του επικυρωμένου σχεδίου.

3. Δεν επιτρέπεται υποκατάσταση της συγκατάθεσης πιστωτή όταν: α) η απαίτηση του πιστωτή που αντιτίθεται δεν ικανοποιείται σε ανάλογο, σε σχέση με τους άλλους πιστωτές, βαθμό ή β) σε περίπτωση εφαρμογής του σχεδίου, ο πιστωτής που αντιτίθεται αποδεικνύει ότι θα περιέλθει σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση από αυτήν στην οποία θα περιερχόταν, αν συνεχιζόταν η διαδικασία απαλλαγής του οφειλέτη από τις οφειλές, ή γ) αμφισβητείται απαίτηση από οφειλέτη ή οποιονδήποτε πιστωτή.

4. Οι πιστωτές δεν αποκτούν απαίτηση κατά του οφειλέτη για τα έξοδα και τις δαπάνες που δημιουργούνται από τη διαδικασία και το σχέδιο διευθέτησης οφειλών.»

 

Άρθρο 16

1. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Σε περίπτωση που πιστωτής δεν έχει ενταχθεί στο σχέδιο διευθέτησης του οφειλέτη και δεν έχει ασκηθεί από αυτόν κύρια παρέμβαση, το δικαστήριο ρυθμίζει και τις απαιτήσεις αυτού κατά το άρθρο 744 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή διατάζει την κλήτευσή του κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 748 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζοντας νέα δικάσιμο.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματά του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου, και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, τον υποχρεώνει να καταβάλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τριών έως πέντε ετών κατά την κρίση του, ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο.»

 

Άρθρο 17

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας.»

2. Το έβδομο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη, εκτός αν η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη ήταν μεγαλύτερη των είκοσι ετών, οπότε ο Ειρηνοδίκης δύναται να προσδιορίσει μεγαλύτερη διάρκεια, η οποία πάντως δεν υπερβαίνει τα τριάντα πέντε έτη.»

3. Στο άρθρο 9 του ν. 3869/2010 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

«4. Σε περίπτωση που οι, κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010, πραγματοποιηθείσες καταβολές στους πιστωτές υπολείπονται αυτών που ορίζονται με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 8 παράγραφος 2 ή 9 παράγραφος 2, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει το ποσό της διαφοράς που υπολείπεται.

Το ποσό που προκύπτει αποπληρώνεται εντόκως μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών του άρθρου 8 παράγραφος 2 και του άρθρου 9 παράγραφος 2 με επιτόκιο αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά δυόμισι εκατοστιαίες μονάδες.»

 

Άρθρο 18

1. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Το ίδιο αποτέλεσμα και με τους ίδιους όρους επέρχεται και στην περίπτωση που ο οφειλέτης παραλείψει δολίως ή με βαριά αμέλεια να συμπεριλάβει πιστωτές στην κατάσταση της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4.»

2. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Από το αρχείο διαγράφονται ένα έτος μετά την υποβολή των αιτήσεων όλα τα στοιχεία που τηρούνται για αυτές, εφόσον οι αιτήσεις απορριφθούν αμετάκλητα, ανακληθούν ή καταλήξουν σε συμβιβασμό σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 7 του παρόντος.»

 

Άρθρο 19

Μεταβατικές διατάξεις

1. Η υποχρέωση καταβολής των μηνιαίων καταβολών που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 εφαρμόζεται και για εκκρεμούσες αιτήσεις κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης επιλέγει ελευθέρως το ποσό καταβολής στο πλαίσιο που ορίζει το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 3869/ 2010. Οι πραγματοποιούμενες καταβολές από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου συνυπολογίζονται στις καταβολές του άρθρου 8 παράγραφος 2 ή αντίστοιχα του άρθρου 9 παράγραφος 2.

2. Η υποχρέωση ορισμού αντικλήτου σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 3869/2010 καταλαμβάνει και τις εκχωρήσεις απαιτήσεων πιστωτών που έχουν πραγματοποιηθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος.

3. Για τις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του παρόντος.

 

Άρθρο 20

Απαιτήσεις από καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ και των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ σε περίπτωση κοινού λογαριασμού. Από το προηγούμενο εδάφιο εξαιρείται ως δανειστής το Δημόσιο, για το οποίο ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, Α΄ 90). Με δήλωση του καταθέτη προς ένα εκ των πιστωτικών ιδρυμάτων προσδιορίζεται ο λογαριασμός για τον οποίο θα ισχύει το ακατάσχετο. Καταθέσεις που αφορούν σε μισθούς ή συντάξεις ή ασφαλιστικές παροχές προσδιορίζονται υποχρεωτικά ως τέτοιες και κατά το υπερβάλλον του ποσού του ανωτέρω εδαφίου α΄ καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του άρθρου 982 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182).

 

Άρθρο 21

Ειδικά για τη χρήση που έληξε στις 31.12.2012, οι προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 25 του κ.ν. 2190/1920 (Α΄37), στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ν. 3190/1955 (Α’ 91) και στην παράγραφο 2 του άρθρου 69 του ν. 4072/2012 (Α΄ 86) για τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης παρατείνονται μέχρι τις 31.7.2013.

 

Άρθρο 22

1. Η περίπτωση α΄ της παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 4065/2012 (Α΄ 77), αντικαθίστανται ως εξής:

«α. Ο έλεγχος της Επιτροπής ολοκληρώνεται μέχρι την 30ή Ιουνίου 2014.»

2. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α΄ 309) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Ειδικά για το έτος πρώτης εφαρμογής του ν. 4065/2012, η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου παρεκτείνεται μέχρι και την 30ή Σεπτεμβρίου 2013.»

 

Άρθρο 23

Στο άρθρο 4 του ν. 4148/2013 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:

«3. Οι αποσπώμενοι για τις ανάγκες της Ελληνικής Προεδρίας, στο Γραφείο της Ελληνικής Προεδρίας και στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες, επιστρέφουν, με τη λήξη της απόσπασης, κατ’ απώτατο όριο μέχρι και τις 31.10.2014, στη θέση και την ιδιότητα την οποία είχαν κατά το χρόνο της απόσπασής τους.

Οι αποσπάσεις γίνονται ανεξαιρέτως βαθμού και θέσης και περιλαμβάνουν και τους προϊσταμένους οργανικών μονάδων. Με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα της αναπλήρωσής τους, καθ’ ο χρόνο διαρκεί η απόσπασή τους. Η παρούσα διάταξη είναι ειδική και κατισχύει κάθε αντίθετης.»

 

Άρθρο 24

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος άρχεται από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Αθήνα, 13 Ιουνίου 2013

Ληψη του νομου σε PDFεπιστροφη στο αρθρο
0
  Σχετικά άρθρα
  • No related posts found.